νουνά
Смотреть что такое "νουνά" в других словарях:
νανούρισμα — Τραγούδι με το οποίο αποκοιμούνται τα νήπια.Τα ν. αποτελούνται, σε όλους τους λαούς, από διάφορες επιφωνήσεις που απαγγέλλονται ή τραγουδιούνται σε ήρεμο τόνο. Παρόμοιες επιφωνήσεις είναι και των Ελληνίδων μητέρων: νάνι νάνι, νάνα νάνα, νούνα… … Dictionary of Greek
νονά — και νουνά, η βλ. νονός … Dictionary of Greek
νονός — και νοννός και νουνός, ο, θηλ. νονά και νουνά (Μ νονός) παράνυμφος, κουμπάρος νεοελλ. 1. ο ανάδοχος σε βάπτιση 2. άνθρωπος τού υποκόσμου που επιβάλλει εκβιαστικά αντί αμοιβής την προστασία του σε διαφόρους επιχειρηματίες («ο νονός τής νύχτας»).… … Dictionary of Greek
νουνός — ο, θηλ. νουνά βλ. νονός … Dictionary of Greek
Φαβρέτο, Τζιάκομο — (Favrétto, Βενετία 1849 – 1887). Ιταλός ζωγράφος. Παρακολούθησε μαθήματα στην Ακαδημία της Βενετίας με καθηγητές τους Γκριγκολέτι και Μολμέντι, από τους οποίους υιοθέτησε μια ρεαλιστική τεχνοτροπία με αντανακλαστικούς χρωματισμούς. Από τους… … Dictionary of Greek
νεοφώτιστος — η, ο 1. αυτός που μόλις βαφτίστηκε: Ο παπάς παρέδωσε το νεοφώτιστο στη νουνά. 2. μτφ., αυτός που πρόσφατα ασπάστηκε νέα ιδεολογία ή πίστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νουνός — ο θηλ. νουνά βλ. νονός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)