νουνά

νουνά
η см. νονά

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "νουνά" в других словарях:

  • νανούρισμα — Τραγούδι με το οποίο αποκοιμούνται τα νήπια.Τα ν. αποτελούνται, σε όλους τους λαούς, από διάφορες επιφωνήσεις που απαγγέλλονται ή τραγουδιούνται σε ήρεμο τόνο. Παρόμοιες επιφωνήσεις είναι και των Ελληνίδων μητέρων: νάνι νάνι, νάνα νάνα, νούνα… …   Dictionary of Greek

  • νονά — και νουνά, η βλ. νονός …   Dictionary of Greek

  • νονός — και νοννός και νουνός, ο, θηλ. νονά και νουνά (Μ νονός) παράνυμφος, κουμπάρος νεοελλ. 1. ο ανάδοχος σε βάπτιση 2. άνθρωπος τού υποκόσμου που επιβάλλει εκβιαστικά αντί αμοιβής την προστασία του σε διαφόρους επιχειρηματίες («ο νονός τής νύχτας»).… …   Dictionary of Greek

  • νουνός — ο, θηλ. νουνά βλ. νονός …   Dictionary of Greek

  • Φαβρέτο, Τζιάκομο — (Favrétto, Βενετία 1849 – 1887). Ιταλός ζωγράφος. Παρακολούθησε μαθήματα στην Ακαδημία της Βενετίας με καθηγητές τους Γκριγκολέτι και Μολμέντι, από τους οποίους υιοθέτησε μια ρεαλιστική τεχνοτροπία με αντανακλαστικούς χρωματισμούς. Από τους… …   Dictionary of Greek

  • νεοφώτιστος — η, ο 1. αυτός που μόλις βαφτίστηκε: Ο παπάς παρέδωσε το νεοφώτιστο στη νουνά. 2. μτφ., αυτός που πρόσφατα ασπάστηκε νέα ιδεολογία ή πίστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νουνός — ο θηλ. νουνά βλ. νονός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»